- ὑπέραλμα
- ὑπέραλμα, ατος, τό, aA hurdle for leaping over, Artem.1.55.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπέραλμα — άλματος, τὸ, Α [ὑπεράλλομαι] υπερπήδηση εμποδίου, άλμα πάνω από κάτι … Dictionary of Greek
ὑπεράλματα — ὑπέραλμα hurdle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)